κυψέλης

κυψέλης
κυψέλη
any hollow vessel
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • Kypseli, Athens — The district of Kypseli forms much of the 6th municipal department in the centre of Athens, the capital of Greece. FeaturesKypseli, along with Kolonaki, was one of the first areas to have modern apartment buildings built in the 1930s, with… …   Wikipedia

  • Parga — Gemeinde Parga Δήμος Πάργας (Πάργα) …   Deutsch Wikipedia

  • Nassos Kedrakas — Nasos or Nassos Kedrakas Νάσος Κεδράκας Born November 21, 1915 Trikala Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Athanasios (Nassos) Kedrakas (Greek: Νάσος Κεδράκας, November 21, 1915, Trikala August 25, 1981) was a Gre …   Wikipedia

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • Verwaltungsgliederung der Gemeinde Agrinio — Die griechische Gemeinde Agrinio gliedert sich seit der Verwaltungsreform 2010 in zehn Gemeindebezirke (die den Gemeinden bis 2010 entsprechen), diese wiederum gliedern sich in 50 Ortschaften (die mit den Gemeinden vor der Gemeindereform 1997… …   Deutsch Wikipedia

  • ανάκαμα — (I) το 1. το ξαναζέσταμα τού φούρνου που κρύωσε ώστε να ψηθεί καλά το ψωμί 2. τα κλαδιά ή τα φρύγανα, με τα οποία γίνεται το ξαναζέσταμα τού φούρνου 3. ο καθαρισμός τής κυψέλης με φωτιά 4. θερμή ατμόσφαιρα, ζεστός καιρός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • διαχωριστής — ο (Μ διαχωριστής) αυτός που διαχωρίζει νεοελλ. πλάκα κυψέλης μελισσών, από ξύλο, λευκοσίδηρο ή χαρτόνι …   Dictionary of Greek

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • κηρήθρα — Πίτα από κερί, την οποία κατασκευάζουν οι μέλισσες για την αποθήκευση του μελιού. Επικρέμεται στην οροφή της κυψέλης και αποτελείται από πλήθος μικρά εξάγωνα κελιά, μέσα στα οποία οι μέλισσες τοποθετούν το μέλι. Πολλές φορές, οι μελισσοκόμοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”